- κροσσωτό επιθήλιο
- (Ανατ.). Επιθηλιακός ιστός, του οποίου τα κύτταρα έχουν νηματοειδείς κυτταροπλασματικές προεκβολές, που κινούνται αυτόματα προς μία κατεύθυνση. Με αυτό τον τρόπο καθίσταται δυνατή η αποβολή ξένων σωμάτων ή αποκριμάτων από την κοιλότητα του στόματος, την οποία επενδύουν· για παράδειγμα, με το κ.ε. επενδύεται η τραχεία. Το κ.ε. ονομάζεται επίσης βλεφαριδωτό επιθήλιο.
Dictionary of Greek. 2013.